-
1 πρόσφθεγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφθεγμα
См. также в других словарях:
πρόσφθεγμα — έγματος, τὸ, ΜΑ [προσφθέγγομαι] προσφώνηση, χαιρετισμός («νεκροὺς ἐξανέστησας, ζωοποιῷ σου προσφθέγματι», Μηναί.) αρχ. επίθετο, προσωνυμία («Σαπφοῡς τὸ ἡδὺ πρόσφθεγμα», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek